- ημίκλαστος
- -η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)νεοελλ.φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέσηαρχ.τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.